- στιχήρης
- -ῆρες, Α1. τοποθετημένος κατά στίχους ή σειρές, αραδιαστός («πρὸς χορὸν στιχήρη... ἀλλήλων εἴχοντο», Ηλιόδ.)2. στιχουργημένος («τὰ παρ' αὐτοῑς στιχήρη δι' ἐπῶν λέγεται», Ευσ.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στιχήρηεκκλ. τα στιχηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + κατάλ. -ήρης* (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης)].
Dictionary of Greek. 2013.