στιχήρης

στιχήρης
-ῆρες, Α
1. τοποθετημένος κατά στίχους ή σειρές, αραδιαστός («πρὸς χορὸν στιχήρη... ἀλλήλων εἴχοντο», Ηλιόδ.)
2. στιχουργημένος («τὰ παρ' αὐτοῑς στιχήρη δι' ἐπῶν λέγεται», Ευσ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στιχήρη
εκκλ. τα στιχηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + κατάλ. -ήρης* (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… …   Dictionary of Greek

  • ՈՏԱՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0524 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c, 13c ա.մ. որ եւ Ոտնաւոր. Ունօղ զոտս. քայլօղ, եւ քայլելով ոտամբ. ոտնակաց. *Գազանս այս ո՛չ է ոտանաւոր իբրեւ զչորքոտանիս. Վրդն. ծն.: *Անցցեն ընդ գետն յոտանաւոր (կամ յոտանաւորք)».… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”